υστεροπληγία

υστεροπληγία
η мед. паралич матки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υστεροπληγία" в других словарях:

  • υστεροπληγία — η, Ν ιατρ. παράλυση τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστέρα «μήτρα» + πληγία (< πληγος < πληγή), πρβλ. καρδιο πληγία] …   Dictionary of Greek

  • υστεροπληγία — η (ιατρ.), παράλυση της υστέρας (της μήτρας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»